- αποκρισάρης
- κ. αποκρισιάρης, ο (AM ἀποκρισιάριος) [απόκρισις]1. απεσταλμένος, πληρεξούσιος2. προξενητήςαρχ.γραμματέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκρισ(ι)άριος — ο θηλ. ισσα και αποκρισάρης, ο και αποκρισάτορας, ο 1. ο μαντατοφόρος: Αν είν κακό το μαντάτο, δε φταίει ο αποκρισάρης. 2. πρεσβευτής, αποσταλμένος πολιτικός ή εκκλησιαστικός σε ξένη παρόμοια αρχή: Ο μητροπολίτης Α ήταν αποκρισιάριος του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)